σεντάβο

σεντάβο
το, Ν
άκλ. το ένα εκατοστό τής κύριας νομισματικής μονάδας πολλών λατινόφωνων χωρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ισπαν. προέλευσης λέξη (< λατ. centum «εκατό»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”